ξεχορτάριασμα

ξεχορτάριασμα
το, -ατος
ξερίζωμα των χορταριών, ξεβοτάνισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεχορτάριασμα — το [ξεχορταριάζω] ξερίζωμα τών άγριων και άχρηστων χορταριών από καλλιεργήσιμη γη, βοτάνισμα, ξεβοτάνισμα …   Dictionary of Greek

  • άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • ποασμός — ὁ, Α [ποάζω] ξερίζωμα τών άχρηστων βοτάνων, ξεχορτάριασμα …   Dictionary of Greek

  • βοτάνισμα — το το ξερίζωμα ζιζανίων, το ξεχορτάριασμα: Κάθε γλάστρα στο μπαλκόνι θέλει βοτάνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβοτάνισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεβοτανίζω, το ξεχορτάριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”